Τα μεσάνυχτα, για την αλλαγή του χρόνου, σβήνουν τα φώτα και μετά από ένα λεπτό ανάβουν ξανά και όλοι όσοι βρίσκονται μαζί εύχονται δίνουν ευχές για υγεία, μακροημέρευση, τύχη και ευτυχία για τη νέα χρονιά. Η Βασιλόπιτα, κατά το ελληνικό έθιμο, μπαίνει στο τραπέζι και κόβεται στο σπίτι αμέσως μόλις μπει ο νέος χρόνος.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε τριγωνικά κομμάτια, προσφέροντας από ένα σε κάθε παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών, με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων, κατά τάξη συγγένειας και ηλικία, με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού. Στην Ελλάδα κανένας δεν ξεχνάει όσους λείπουν για δουλειά, ταξίδι αναψυχής, όσοι βρίσκονται εκτός σπιτιού γιατί είναι ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται.
Το κόψιμο της γίνεται και τις άλλες μέρες του “Δωδεκαήμερου” των εορτών. Υπουργεία, γραφεία, σωματεία, επαγγελματικές ενώσεις, οργανώσεις και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο. Η συνήθεια αυτή είναι νεότερη και κατάγεται από στις παλαιότερες συντεχνίες, τα μέλη των οποίων έκοβαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα και τη μοιράζονταν για το καλό το δικό τους και του κοινού τους επαγγέλματος.
Σε πολλά νησιά με το ξημέρωμα της 1ης του νέου έτους αναλαμβάνει ο σπιτονοικοκύρης να ρίξει αγιασμό στο σπίτι, κρατώντας είτε κομμάτι της Βασιλόπιτας είτε του αντίστοιχου των Χριστουγέννων Χριστόψωμου και ένα κερί, μπαινοβγαίνοντας στη πόρτα τρεις φορές λέγοντας “έξω τα κακά, μέσα τα καλά”.