Η επίσημη προέλευση του θεωρείτο η Ιταλία, παρόλα αυτά υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εκδοχές για το πώς δημιουργήθηκε. Πρώτη αναφορά για ένα είδος στην ιστορία γίνεται στα χρόνια της διακυβέρνησης της Κατερίνας των Μεδίκων στα χρόνια της Αναγέννησης. Επίσης αναφέρεται πως ο επίσημος σεφ του Λουδοβίκου του 14ο μαρκήσιος Λουί ντε Μπεσαμέλ τον 17ο αιώνα παρασκεύασε το παστίτσιο σκεπάζοντας από πάνω τη γέμιση με μια κρέμα από γάλα και αλεύρι η όποια πήρε και το όνομα του. Παρόλα αυτά η επίσημη ονομασία αυτού του πιάτου καταγράφεται επίσημα τον 17ο αιώνα στην Ιταλία καθώς το όνομα pasticcio σήμαινε ανακάτεμα. Το παραδοσιακό ιταλικό περιλάμβανε ζυμαρικά και ραγού από διάφορα είδη κρεάτων, μοσχαρίσιο, χοιρινό και περιστεριού. Αργότερα ως γαστρονομικός όρος αναφέρετε γενικώς στην ανάμικτη γέμιση πίτας. Στη Ιταλία ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές όπως το pasticcio Alla Romana που είναι λαζάνια με αλλαντικά, μοτσαρέλα και μανιτάρια.
Στο ελληνικό τραπέζι
Πάντως στην Ελλάδα ήρθε μαζί με τους Ενετούς που κατέκτησαν τα Επτάνησα, τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Πρώτη λοιπόν ένδειξη αφομοίωσης του το βρίσκουμε στα Κύθηρα τα όποια ήταν και τα πρώτα που έπεσαν στα χέρια των Ενετών. Των Κυθήρων ήταν ένα γιορτινό έδεσμα το οποίο μαγειρεύονταν κατά κανόνα τη Κυριακή της Αποκριάς. Δεν είχε μπεσαμέλ αλλά τα χοντρά μακαρόνια του σκεπάζονταν από φύλλα ζύμης. Η γέμιση της περιλάμβανε όχι μόνο κιμά αλλά και τεμαχισμένο μοσχαρίσιο συκώτι.
Αργότερα, το βενετσιάνικο κάνει την εμφάνιση του στην Κέρκυρα με την ονομασία Κερκυραϊκό Dolce. Είναι όμως γνωστό και ως « τσι νόνας», δηλαδή παστίτσιο της γιαγιάς. Όπως και να έχει, το πιάτο αυτό θεωρούνταν όχι μόνο γιορτινό αλλά αρκετά δύσκολο και δικαιολογημένα χρονοβόρο αφού αυτή η συνταγή μαγειρεύονταν από τις νοικοκυρές σε δυο μέρες. Η γέμιση του ήταν ανάμεικτη με διάφορα κομμάτια κρέατος, λουκάνικα, συκωτάκια πουλιών μέχρι και βρασμένα αβγά. Πάλι πρόκειται για μια μεγάλη πίτα με περίτεχνο φύλλο γλυκιάς ζύμης από πάνω, εξου και η ονομασία της Dolce που στα ιταλικά σημαίνει γλυκό. Στην υπόλοιπη Ελλάδα έγινε γνωστό μέσα από τις σελίδες του Τσελεμεντέ, αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους ενώ έγινε το κατεξοχήν αστικό κυριακάτικο κυρίως πιάτο.